διαβατάρικος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. περαστικός, προσωρινός, παροδικός, εφήμερος
2. αυτός που δεν είναι μόνιμα εγκατεστημένος σ' έναν τόπο
3. αυτός που κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα συνήθως περνά από έναν τόπο («διαβατάρικα πουλιά»).