διαγνωστικός

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνωστικός Medium diacritics: διαγνωστικός Low diacritics: διαγνωστικός Capitals: ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diagnōstikós Transliteration B: diagnōstikos Transliteration C: diagnostikos Beta Code: diagnwstiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to distinguish, ἀληθῶν καὶ ψευδῶν λόγων S.E.P.2.229, cf. Luc.Salt.74; δ. καὶ διακριτικός Id.Herm.69, cf. Gal.UP5.10; δ. θεωρία Id.1.271; δ. σημεῖα, opp. προγνωστικά, ib. 313.    II belonging to a διάγνωσις 11, ὑπομνήματα PLips.34.15 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

διαγνωστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διακρίνῃ, Λουκ. Ὀρχ. 74, κτλ.· ἡ διαγνωστική, ἡ τέχνη τοῦ διακρίνειν, διαγιγνώσκειν (ἀσθενείας), ὄνομα διδόμενον ὑπὸ μεταγενεστέρων συγγραφέων εἰς τὸ ἔργον τοῦ Γαληνοῦ περὶ πεπονθότων τόπων.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
capable de discerner, de reconnaître.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1capaz de discernir o reconocer πότερόν ἐστι δ. ἡ ἁρμονικὴ πραγματεία Plu.2.1143C, c. gen. καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικόν Luc.Salt.74, cf. Herm.69, μέθοδος ... δ. τῶν ... πρώτων καὶ ἀσυνθέτων Nicom.Ar.1.13
medic. relativo al diagnóstico τὸ δ. ... κίνημα τῆς διανοίας Aristaenet.1.13.15
capaz de diagnosticar c. gen. ἵν' ᾖ (τὰ νεῦρα) διαγνωστικὰ τῶν λυπησόντων Gal.3.380, δ. θεωρία ἁπασῶν τῶν διαθέσεων Gal.1.271
que sirve para diagnosticar (σημεῖα) τῆς τε παρούσης ὑγιείας ... διαγνωστικά Gal.1.313.
2 relativo a una vista judicial (cf. διάγνωσις II 3) διαγνωστικὰ ὑπομνήματα actas judiciales emitidas de resultas de una διάγνωσις PLips.34.15 (IV d.C.), PSI 768.13 (V d.C.), διαγνωστικοὶ ἀγῶνες conflictos legales resueltos en virtud de una διάγνωσις PMich.Gagos 20 (VI d.C.), Iust.Nou.115.2.
II adv. -ῶς mediante una cognitio o vista judicial δ. διακρῖναι τὰ μεταξὺ τῶν δικαζομένων Iust.Nou.86.1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαγνωστικός, -ή, -όν) διαγιγνώσκω
1. ο ικανός στο να διαγιγνώσκει
2. (για γιατρούς) ο ικανός να κάνει γρήγορη και ασφαλή διάγνωση κάποιας ασθένειας
3. αυτός που χρησιμεύει ή χρησιμοποιείται στη διάγνωση
4. το θηλ. ως ουσ. η διαγνωστική
η ειδικότητα του να καθορίζονται οι αρρώστιες με σύντομη και σαφή έκθεση τών χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της.