διαπήδηση
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
η (Α διαπήδησις, -εως) διαπηδώ
αναπήδηση
αρχ.
κυκλοφορία του αίματος μέσω τών ιστών.