διαμοιρασμός
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
Greek Monolingual
ο και διαμοίραση, η διαμοιράζω
χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους.
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
ο και διαμοίραση, η διαμοιράζω
χωρισμός σε μερίδια και μοίρασμα τους.