διασπεύδω
English (LSJ)
A work zealously, Plb.4.33.9:—Med., Is.Fr.56S.; of political factions, D.C.Fr.83.5, cf. 52.7. II incite, c. acc. et inf., Plb.Fr.126.
German (Pape)
[Seite 603] sich unter einander bemühen, Pol. 4, 33, 9. – Med., Is. bei Harpocr.; Dio Cass. 52, 7.
Greek (Liddell-Scott)
διασπεύδω: μετὰ ζήλου καὶ σπουδῆς ἐργάζομαι, Πολύβ. 4. 33, 91· - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἰσαῖ. παρ’ Ἁρπ. ΙΙ. παρακινῶ, προτρέπω, μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πολύβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 36.
Spanish (DGE)
I intr.
1 esforzarse, poner empeño ἐπὶ τοσοῦτο διέσπευσαν ... ὥστε pusieron tanto empeño que ... Plb.4.33.9, c. or. de inf. διέσπευσαν ... μεῖναι τὸν Πολύβιον ἐν τῇ Ῥώμῃ Plb.31.23.5
•en v. med. mismo sent., s. cont., Is.Fr.56B.-S., ἐς τὰ ἄλλα πάντα διασπευδόμενοι, ὥστε D.C.83.5, ἀπολύοιντό τε ἂν διασπευδόμενοι con todo su empeño los habrían absuelto D.C.52.7.2.
2 c. ac. de lugar apresurarse, dirigirse a toda prisa εἰς Αἴγυπτον Cyr.Al.M.68.256D, cf. 264A.
II tr., c. ac. de pers. urgir, apremiar τοὺς στρατιώτας Plb.Fr.126.
Greek Monolingual
διασπεύδω (Α)
1. εργάζομαι μετά σπουδής, με ζήλο
2. παρακινώ, προτρέπω.