διασκευαστής
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A reviser, editor of a poem, Sch.Il.6.441.
German (Pape)
[Seite 602] ὁ, der kritische Bearbeiter eines Werkes, Schol. Il. 6, 441. 8, 73; vgl. Lehrs Aristarch. p. 349.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 maquinador ἀνοσιουργήματος ... τεχνίτης καὶ δ. Cyr.Al.M.74.593C, cf. Ptol.Tetr.3.14.29.
2 revisor, editor de una obra literaria, Procl.in Ti.1.200, Sch.Er.Il.6.441a, 8.73-4.
Greek Monolingual
ο (θηλ. -στρια, η) (Α διασκευαστής)
αυτός που τροποποιεί ένα κείμενο για να εμφανιστεί με νέα μορφή.