δημιώδης
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
English (LSJ)
ες,
A = δημώδης, Phld.Mus.p.27 K. (s. v. l.).
Spanish (DGE)
-ες
popularpal. utilizada en una falsa etim., Pl.Cra.419b.
Greek Monolingual
δημιώδης, -ες (Α) δήμιος
ο δημώδης, αυτός που χρησιμοποιείται από τον λαό.