διασφίγγω
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
English (LSJ)
A bind tight, ζώναις τὴν κοιλίαν Erasistr. ap. Gell.16.3.8, cf. Antyll. ap. Orib.7.9.3, Aret.SA1.5:—Pass., [σώματα] κατὰ τὸ μέσον διεσφιγμένα narrow-waisted, Eun.Hist.p.234D.; also σφραγῖσι χρυσοδέτοις δ. ib.p.255 D.; dub.l. ib.p.261 D.
German (Pape)
[Seite 605] durch-, festschnüren, bei Gell. N. A. 16, 3.
Greek (Liddell-Scott)
διασφίγγω: σφίγγω ἰσχυρῶς, δένω σφικτά, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2.
Spanish (DGE)
1 sujetar c. ac. del cuerpo o partes de él y dat. instrum. ζώναις ... τὴν κοιλίαν Erasistr.284, δεσμοῖς τὰ κάτω ... μέρη Paul.Aeg.3.61.3, cf. 6.88.8, sólo c. ac. τὰ κατάρχοντα μέλεα Aret.SA 1.5.3, en v. pas. δεσμοῖς οἱ πόδες διασφιγγέσθωσαν Paul.Aeg.3.6.2, cf. AB 36.12
•en perf. pas. estar sujeto τὰ σώματα ... κατὰ τὸ μέσον διεσφιγμένα Eun.Hist.37, σφραγῖσι χρυσοδέτοις διεσφιγμένοι Eun.Hist.62.2.
2 abs. sujetar con un vendaje εἰ μὲν κατωτέρω τοῦ μυὸς παντὸς ... διασφίγγοιμεν Antyll. en Orib.7.9.3.
3 fig. sujetar, constreñir ταῖς ἀλύτοις ἀνάγκαις ... τὸν λόγον Gr.Nyss.Eun.3.7.17, cf. Apoll.206.29.
4 medic. estrechar, obstruir πνεύματι βιαίῳ ... πόρους por efecto de la gota, Luc.Trag.19.