διμήνι

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source

Greek Monolingual

και διμηνιό, το
είδος σταριού που θερίζεται δύο μήνες μετά τη σπορά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διμήνι είναι υποκορ. του μτγν. επιθ. δίμηνος και ο τ. διμηνιό < επίθ. διμηνιαίος].