διόδια

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

τα (AM δίοδιον)
τέλη που καταβάλλονται για τη διάβαση πύλης, ποταμού, γέφυρας, διώρυγας κ.λπ. από μεταφορικά μέσα ή ανθρώπους
αρχ.-μσν.
πέρασμα, στενωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διόδια πληθ. του διόδιον < δι (α)- + όδιον, ουδ. του επιθ. όδιος < οδός].