δίστοιχος
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
ον,
A in two rows, ὀδόντες Arist.HA501a24; [βράγχια] ib.505a16; κριθὴ δ. two-rowed barley, Thphr.HP8.4.2; in two courses, ὑπερτόναια SIG 969.32.
German (Pape)
[Seite 643] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριθή Theophr.; s. δίστιχος.
Greek (Liddell-Scott)
δίστοιχος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειράς, εἰς δύο σειρὰς διατεταγμένος, ὀδόντες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 52· βράγχια ὁ αὐτ. 2. 13, 8· κριθὴ δ. Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 4, 2.
Spanish (DGE)
-ον
dispuesto en dos filas ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.Fr.78c.38, ὀδόντες Arist.HA 501a24, cf. AP 16.265, (βράγχια) Arist.HA 505a16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.HP 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas, IG 22.1668.32 (IV a.C.).
Greek Monolingual
-ο (AM δίστοιχος) στοίχος
αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.