δίκορσος
From LSJ
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A two-headed, Lex.Rh.ap.Eust.947.28, Hsch.
German (Pape)
[Seite 629] zweiköpfig, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
δίκορσος: -ον, δικέφαλος, Ρητορ. Λεξικ. παρ’ Εὐστ. 947. 28.
Spanish (DGE)
-ον
de dos cabezas Ael.Dion.δ 24, Hsch., Anecd.Ludw.15.23, Lex.Rhet. en Eust.947.28, App.Anth.7.79.
Greek Monolingual
δίκορσος, -ον (Α)
ο δικέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- (< δις) + κόρση «κρόταφος, κεφάλι»].