δίπτυξ

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

English (Autenrieth)

υχος (πτύσσω): folded double (in two layers), κνίση, Il. 1.461, etc.

Spanish (DGE)

-ῠχος
doble, doblado en dosde una capa δίπτυχα λώπην (κάββαλε) A.R.2.32.

Greek Monolingual

δίπτυξ (-υχος), ο (Α)
δίπτυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + πτυξ, ποιητικός τ. του πτυχή].