δολοφονικός

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στον δολοφόνο ή στη δολοφονία
2. αυτός που γίνεται με σκοπό τη δολοφονία («δολοφονική απόπειρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].