διύλιση
From LSJ
Greek Monolingual
η (AM διύλισις)
ο καθαρισμός υγρού με διήθηση ή απόσταξη
νεοελλ.
ο καθαρισμός ή εξευγενισμός μιας πρώτης ύλης για να παραληφθούν χρήσιμα προϊόντα.
η (AM διύλισις)
ο καθαρισμός υγρού με διήθηση ή απόσταξη
νεοελλ.
ο καθαρισμός ή εξευγενισμός μιας πρώτης ύλης για να παραληφθούν χρήσιμα προϊόντα.