δυσερεύνητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A hard to search, χωρία J.BJ1.16.5.
German (Pape)
[Seite 679] schwer zu durchspüren, χωρίον Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐρευνόμενος, Ἰώσηπ. Π. Ι. 1. 16, 5.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de explorar, inextricable τὰ ἕλη καὶ δυσερεύνητα τῶν χωρίων I.BI 1.315.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσερεύνητος, -ον)
δυσεξιχνίαστος.