δυσποτμία
English (LSJ)
ἡ,
A ill luck, ill success, D.H.9.28, Them.Or.13.170a.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ Unglück, D. Hal. 9, 28 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσποτμία: ἡ, κακὴ τύχη, ἀτυχία, Διον. Ἁλ. 2. 28, Θεμίστ. 170Α.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mala suerte, desgracia, fracaso gen. exclam. τῆς δυσποτμίας ¡qué mala suerte! Men.Asp.219, ἡ περὶ τὸν ἀγῶνα δ. el fracaso de la batalla D.H.9.28, μεθίσταται ἀντ' εὐτυχήματος εἰς δυσποτμίαν pasa de la fortuna a la desgracia Them.Or.13.170a, c. gen. subjet. τῶν νεοττῶν αὑτῶν τὴν δυσποτμίαν ἀγγείλαντες anunciando el destino fatal de sus crías D.P.Au.1.31, ἡ δ. Οἰδίπου Sch.S.OC 1211M.