δυσποτμία

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ἡ,

   A ill luck, ill success, D.H.9.28, Them.Or.13.170a.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ Unglück, D. Hal. 9, 28 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσποτμία: ἡ, κακὴ τύχη, ἀτυχία, Διον. Ἁλ. 2. 28, Θεμίστ. 170Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
mala suerte, desgracia, fracaso gen. exclam. τῆς δυσποτμίας ¡qué mala suerte! Men.Asp.219, ἡ περὶ τὸν ἀγῶνα δ. el fracaso de la batalla D.H.9.28, μεθίσταται ἀντ' εὐτυχήματος εἰς δυσποτμίαν pasa de la fortuna a la desgracia Them.Or.13.170a, c. gen. subjet. τῶν νεοττῶν αὑτῶν τὴν δυσποτμίαν ἀγγείλαντες anunciando el destino fatal de sus crías D.P.Au.1.31, ἡ δ. Οἰδίπου Sch.S.OC 1211M.

Greek Monolingual

δυσποτμία, η (Α)
δυστυχία, ατυχία.