δυσποτμία
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἡ, ill luck, ill success, D.H.9.28, Them.Or.13.170a.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mala suerte, desgracia, fracaso gen. exclamation τῆς δυσποτμίας ¡qué mala suerte! Men.Asp.219, ἡ περὶ τὸν ἀγῶνα δ. el fracaso de la batalla D.H.9.28, μεθίσταται ἀντ' εὐτυχήματος εἰς δυσποτμίαν pasa de la fortuna a la desgracia Them.Or.13.170a, c. gen. subjet. τῶν νεοττῶν αὑτῶν τὴν δυσποτμίαν ἀγγείλαντες anunciando el destino fatal de sus crías D.P.Au.1.31, ἡ δ. Οἰδίπου Sch.S.OC 1211M.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ Unglück, D. Hal. 9, 28 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δυσποτμία: ἡ, κακὴ τύχη, ἀτυχία, Διον. Ἁλ. 2. 28, Θεμίστ. 170Α.