εγκαθίζω

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

(AM ἐγκαθίζω)
νεοελλ.
φρ.
1. (για άλογο) «εγκαθίζω τον ίππο» — κάνω το άλογο να καλπάσει με τους γλουτούς χαμηλότερα από τους ώμους
2. «εγκαθίζω το πέταλο» — το προσαρμόζω στην οπλή
αρχ.-μσν.
βάζω κάποιον να καθίσει σ΄ έναν τόπο ή πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάνω σε κάποιον ποδόλουτρο
2. αφήνω να καθίσει, να πέσει κάτι πάνω σε κάτι άλλο.