έγκλειστος

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἔγκλειστος, -ον)
ο κλεισμένος, περιορισμένος σ' έναν τόποέγκλειστος οικοτροφείου, φρενοκομείου»)
νεοελλ.
(για επιστολή) αυτός που περιλαμβάνεται στον ίδιο φάκελο με την επιστολή («έγκλειστη επιταγή, αναφορά»)
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγκλειστος
μοναχός που ζει σε μοναχικό κελί, ερημίτης, ασκητής.