έγχυμα
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
το (AM ἔγχυμα)
(για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανο
αρχ.
(για δοχείο)
1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο
2. είδος γλυκίσματος.