ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
ἐκσμάω (Α)σφουγγίζω, ξεπλένω, εξαλείφω («οἱ θεράποντες αὐτοῡ ἐξέσμων αὐτά [τὰ ποτήρια]», Ηροδ.).