εκτόνωση

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτονώνω, ξετέντωμα, χαλάρωση της εντάσεως
2. (μηχαν.) η κατάπτωση της πιέσεως που ασκούν τα αέρια, που επιτυγχάνεται με την αύξηση του όγκου τους, αλλιώς αποτόνωση
3. φυσ. «εκτόνωση αερίου» — η αύξηση του όγκου του αερίου είτε με αύξηση της θερμοκρασίας είτε με ελάττωση της πιέσεως.