εκτόνωση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εκτονώνω, ξετέντωμα, χαλάρωση της εντάσεως
2. (μηχαν.) η κατάπτωση της πιέσεως που ασκούν τα αέρια, που επιτυγχάνεται με την αύξηση του όγκου τους, αλλιώς αποτόνωση
3. φυσ. «εκτόνωση αερίου» — η αύξηση του όγκου του αερίου είτε με αύξηση της θερμοκρασίας είτε με ελάττωση της πιέσεως.