ἐκτροφή

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτροφή Medium diacritics: ἐκτροφή Low diacritics: εκτροφή Capitals: ΕΚΤΡΟΦΗ
Transliteration A: ektrophḗ Transliteration B: ektrophē Transliteration C: ektrofi Beta Code: e)ktrofh/

English (LSJ)

ἡ,

   A bringing up, rearing, nurture, E.Fr.317.5 (pl.), Sor.1.81, Arist.HA542a30 (pl.), GA754a8, al.; ἐ. καρπῶν J.AJ5.1.21: metaph., breeding, κακοδαιμονίας Phld.Ir.p.27 W.

German (Pape)

[Seite 783] ἡ, das Aufziehen, Großziehen, Arist. H. A. 3, 15 u. öfter; Strab. IX, 436.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτροφή: ἡ, ἀνατροφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 319. 5· ἀνάπτυξις ἐν τῇ κοιλίᾳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 13, κ. ἀλλ.· ἐκτροφὴ καρπῶν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 1, 21.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 cría, crianza, alimentaciónde niños ἐκτροφαὶ καλαί E.Fr.317.5, τοῦ Τηλέφου Str.12.8.2, τῶν νηπίων Plu.Rom.4, D.H.1.84, I.AI 18.191, por la nodriza IG 12.Suppl.29b.3, ἀνθρώπου δ' ἡ μὲν ἐ. πολύπονος ἡ δ' αὔξησις βραδεῖα Plu.2.496e, (βρέφος) οὐκ ἄξιον ἐκτροφῆς ὄν Sor.2.6.39, de anim. πολλὰ δὲ καὶ πρὸς τὰς ἐκτροφὰς τῶν τέκνων στοχαζόμενα de las aves muchas (se aparean en determinada época) con vistas a la alimentación de las crías Arist.HA 542a30, cf. 588b30, D.P.Au.2.4, ἡ ἐ. οὐκ ἐν τῇ μητρί ἐστιν del embrión de los ovíparos, Arist.GA 754a8, como parte de un proceso general ἐκτροφαί τε πάντων καὶ ἀκμαὶ καὶ φθίσεις Arist.Mu.399a28, τῶν διδόντων δ' ἐκτροφήν γ' εἶ eres de los que mantienen a la mujer de otro, Men.Phasm.85 (dud.).
2 bot. nutrición, cultivo, crecimiento οἱ καρποὶ ... τινος ἀέρος δέονται ... εἰς τὴν ἐκτροφήν Thphr.CP 2.1.6, cf. 5.1, καρπῶν I.AI 4.232, 5.78
fig. cultivo, fomento κακοδαιμονίας Phld.Ir.9.25.

Greek Monolingual

ἐκτροφή, η (Α)
ανατροφή, μεγάλωμα
εκτροφή χοίρων»)
αρχ.
1. (για καρπούς) θρέψη («ἐκτροφὴ καρπῶν», Ιώσηπ.)
2. μτφ. επαύξηση («ἐκτροφὴ κακοδαιμονίας», Φιλόδ.).