ἐλελίσφακος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ,
A salvia, Salvia triloba, Thphr.HP6.1.4,6.2.5.
German (Pape)
[Seite 795] ὁ, eine Art σφάκος, Salbei, Theophr. u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλελίσφᾰκος: ὁ, εἶδος σφάκου, ἀλησφακιᾶς ἢ φασκομηλιᾶς, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 6. 1. 4· καθ’ Ἡσύχ. «πόα τις ὁμοία δικτάμῳ».
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. -σφακον, -ου, τό Dsc.3.33, 4.103, Ps.Dsc.3.32, Orib.14.45.1
bot.
1 salvia, Salvia officinalis L., Thphr.HP 6.1.4, 6.2.5, Nic.Th.84, Thessal.43.5, Archig.24.31B., Ael.Prom.44.4, Gp.14.3.3, Dsc.ll.cc., Orib.l.c.
2 díctamo falso, prob. Ballota acetabulosa (L.) Bentham o Ballota macedonica Vandas, Ps.Dsc.l.c.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἐλελίσφακος, ο και ἐλελίσφακον, το)
ονομασία φυτών του γένους Salvia, αλισφακιά.