ελλαδικός

From LSJ
Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑλλαδικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ελλάδα ή προέρχεται απ' αυτή
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ελληνική επικράτεια (σ' αντίθεση προς το «ελληνικός», που αναφέρεται στο ελληνικό έθνος)
μσν.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ελλαδικοί
οι κάτοικοι της κυρίως Ελλάδας
2. το θηλ. ως ουσ. η ελλαδική
έμπλαστρο
αρχ.
1. ο ελληνικός
2. ως ουσ. ο κάτοικος της Ελλάδας.