οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself
ἐλαφογενής, -ές (Α)1. αυτός που προέρχεται ή γίνεται από ελάφι2. το ουδ. ως ουσ. ο μυελός του ελαφιού.