ἐμπεριπείρω

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριπείρω Medium diacritics: ἐμπεριπείρω Low diacritics: εμπεριπείρω Capitals: ΕΜΠΕΡΙΠΕΙΡΩ
Transliteration A: emperipeírō Transliteration B: emperipeirō Transliteration C: emperipeiro Beta Code: e)mperipei/rw

English (LSJ)

   A impale upon:—Pass., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8 (prob. f.l. for περιπ-).

German (Pape)

[Seite 812] von allen Seiten durchstechen, ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Strab. XVII, 794.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριπείρω: πανταχόθεν ἐμπήγω, διατρυπῶ, παθ., ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Στράβων 794· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν γραπτέον περιπαρείς.

Spanish (DGE)

empalar en v. pas. ἀπέθανεν ἐμπεριπαρεὶς ταῖς σαρίσσαις Str.17.1.8.

Greek Monolingual

ἐμπεριπείρω (Α)
διατρυπώ απ' όλες τις πλευρές.