ἐμπερίληψις

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπερίληψις Medium diacritics: ἐμπερίληψις Low diacritics: εμπερίληψις Capitals: ΕΜΠΕΡΙΛΗΨΙΣ
Transliteration A: emperílēpsis Transliteration B: emperilēpsis Transliteration C: emperilipsis Beta Code: e)mperi/lhyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A encompassment, τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19; τοῦ φωτός Epicur.Ep.2p.45U.; embracing, χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.

German (Pape)

[Seite 812] ἡ, das Insichenthalten, -begreifen, Arist. meteorl. 2, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπερίληψις: -εως, ἡ, τὸ ἐμπεριλαμβάνειν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 10, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 38.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 confinamiento, cerco τοῦ πυρός Arist.Mete.369b19, τοῦ φωτός Epicur.Ep.[3] 101, τοῦ ἀέρος Clem.Al.Paed.1.6.40.
2 inclusión, intercalación χρόνων ἀξιολόγων D.H.Dem.38.1.

Greek Monolingual

ἐμπερίληψις, η (Α)
το να συμπεριλαμβάνεται κάτι μέσα σε κάτι άλλο.