ἐναΐδιος
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
English (LSJ)
ον, (αἶα)
A underground, οἶκος Epigr.Gr.321.9; cf. ὑπαΐδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾱΐδιος: -ον, αἰώνιος, οἶκος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 321. 9.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾱῐ-]
eterno οἶκος ἐ. del sepulcro TAM 5.1894.17 (Filadelfia I a.C.).
Greek Monolingual
ἐναΐδιος, -ον (Α)
υποχθόνιος, αυτός που βρίσκεται στον Ἀδη («ἐναΐδιος οἶκος»).