εναίσιμος

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐναίσιμος, -ον)
νεοελλ.
«εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» — πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες
αρχ.
1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.)
2. αίσιος, ευμενής, ευνοϊκός, ευοίωνος
3. (για πρόσ.) δίκαιος, χρηστός («τὸν δ' ἐναίσιμον τίει βίον», Αισχ.)
4. (για πρόσ.) τιμημένος
5. (για πράγμ.) αρμόδιος, κατάλληλος, πρέπων
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναίσιμον
πρεπόντως, στον αρμόζοντα καιρό («οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εναισίμως
πρεπόντως, προσηκόντως.