εναίσιμος
From LSJ
Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἐναίσιμος, -ον)
νεοελλ.
«εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» — πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες
αρχ.
1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.)
2. αίσιος, ευμενής, ευνοϊκός, ευοίωνος
3. (για πρόσ.) δίκαιος, χρηστός («τὸν δ' ἐναίσιμον τίει βίον», Αισχ.)
4. (για πρόσ.) τιμημένος
5. (για πράγμ.) αρμόδιος, κατάλληλος, πρέπων
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναίσιμον
πρεπόντως, στον αρμόζοντα καιρό («οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον», Ομ. Ιλ.).
επίρρ...
εναισίμως
πρεπόντως, προσηκόντως.