εναρμόνιση

From LSJ
Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

η
1. η πράξη του εναρμονίζω, το να κάνει κανείς κάτι ταιριαστό, αρμονικό, και μτφ. το να κάνει κανείς κάτι να συμφωνήσει, να ταιριάσει, να ευθυγραμμισθεί με άλλο
2. μουσ. η προσαρμογή της κατάλληλης μουσικής αρμονίας, της αρμονικής συνοδείας σ' ένα μελωδικό θέμα
3. (επικοιν.) η διασύνδεση δύο συστημάτων επικοινωνίας κατά τρόπο ώστε να μη χάνεται η πληροφορία.