ἐνθαλάσσιος
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
ον, = sq.,
A νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις S.Fr.432.10.
German (Pape)
[Seite 841] att. -ττιος, auf dem Meere, Soph. frg. 379; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθᾰλάσσιος: Ἀττ. -άττιος, ον, = τῷ ἑπομ., ναῦς Σοφ. Ἀποσπ. 379.
Spanish (DGE)
(ἐνθᾰλάσσιος) -ον
• Alolema(s): át. -ττιος
que está en el mar, marino νεῶν ποιμαντῆρες ἐνθαλάσσιοι de los pilotos, S.Fr.432.10, ἐνθαλάττιοι πέτραι rocas en el mar, prob. escollos Hsch.s.u. σπάρνιοι, tal vez ref. un animal marino Hsch.s.u. ἐλλόν.
Greek Monolingual
ἐνθαλάσσιος και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα, ο θαλάσσιος («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» — στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, Σοφ.).