εννέωρος
Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher
Greek Monolingual
(I)
ἐννέωρος, -ον (Α) (επικ. επίθ.)
1. αυτός που έχει ηλικία εννέα ετών
2. αυτός που διαρκεί εννέα έτη
3. αυτός που γίνεται κάθε ένατο έτος (ο στιχ. Ομ. Οδ. τ. 179 «Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής» κατά τον Πλάτ. σημαίνει: ο Μίνως βασίλευε, που συναντιόταν με τον Δία κάθε ένατο έτος)
4. παθ. (για ζώα) αυτός που βρίσκεται σε ώριμη ηλικία, ακμαίος, παλαιός
δηλ. το εννέα πρέπει να νοηθεί γενικώς ως στρογγυλός αριθμός («ἀσκὸν βοὸς ἐννεώροιο» — ασκί από εννιάχρονο [δηλ. ακμαίο, ώριμο, μεγάλο] βόδι, Ομ. Οδ.)
5. αλλά κατά τον Αριστοτ. εννέωρος = πεντέτηρος, πέντε ετών, γιατί τη λ. ώρος θεώρησε ως σημαίνουσα όχι ένα έτος, αλλά μισό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ωρος < ώρα].———————— (II)
ἐννέωρος, -ον (Α) ώρα
αυτός που διαρκεί εννέα ώρες («ἐννέωροι νύκτες», Ηρωδιαν.).