Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ἐνσείω (AM) σείω1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.)2. σείω με το χέριαρχ.1. χτυπώ βίαια στο έδαφος2. καταστρέφω, διασπώ3. εξωθώ, ωθώ4. επιτίθεμαι, προσβάλλω.