ενσείω

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ἐνσείω (AM) σείω
1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.)
2. σείω με το χέρι
αρχ.
1. χτυπώ βίαια στο έδαφος
2. καταστρέφω, διασπώ
3. εξωθώ, ωθώ
4. επιτίθεμαι, προσβάλλω.