ενσείω

From LSJ

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191

Greek Monolingual

ἐνσείω (AM) σείω
1. εκσφενδονίζω («ἔνσεισον, ὦναξ... βέλος», Σοφ.)
2. σείω με το χέρι
αρχ.
1. χτυπώ βίαια στο έδαφος
2. καταστρέφω, διασπώ
3. εξωθώ, ωθώ
4. επιτίθεμαι, προσβάλλω.