χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
[Seite 858] ὁ, etwas rauh, Diosc., Sext. Emp. adv. math. 6, 50 neutr. ἔντραχυ.
ἔντραχυς, -εία, -υ (Α)
ο κάπως τραχύς.