εξακριβώνω
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
(AM ἐξακριβῶ) ακριβώ
εξετάζω κάτι με ακρίβεια, ερευνώ προσεχτικά («έχω εξακριβωμένες πληροφορίες»)
μσν.
μέσ. εξιχνιάζω
αρχ.
1. κάνω κάτι με ακρίβεια και επιμέλεια («μᾱλλον γὰρ ἕκαστα κρίνουσι καὶ ἐξακριβοῡσιν οἱ μεθ' ἡδονῆς ἐνεργοῡντες», Αριστοτ.)
2. επεξεργάζομαι
3. περιγράφω με λεπτομέρειες
4. διαρκώ όσο πρέπει
5. μιλώ με ακρίβεια για κάτι.