εξανδραπόδιση
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) εξανδραποδίζω
το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου.