εξαρθρώνω

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐξαρθρῶ, -όω)
βγάζω το κόκαλο από την κλείδωση, λύνω την άρθρωση, την κλείδωση, στραμπουλίζω
νεοελλ.
μτφ. αποσυνθέτω, αποδιοργανώνω, ξεχαρβαλώνω, διαλύωοικογένεια εξαρθρωμένη», «εξαρθρώθηκε δίκτυο κακοποιών»).