εξήκω

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

ἐξήκω (Α) ήκω
1. φθάνω, έρχομαιἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον», Πλούτ.)
2. (για χρόνο) περνώ, λήγωἐπειδὴ τοίνυνχρόνος οὗτος ἐξήκει», Λυσ.)
3. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) πραγματοποιούμαι
4. (για μαγικές πράξεις) πετυχαίνω.