εξήκω

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

ἐξήκω (Α) ήκω
1. φθάνω, έρχομαιἐπειδὰν αἱ κλήσεις ἐξήκωσιν εἰς τὸ δικαστήριον», Πλούτ.)
2. (για χρόνο) περνώ, λήγωἐπειδὴ τοίνυνχρόνος οὗτος ἐξήκει», Λυσ.)
3. (για χρησμούς, όνειρα κ.λπ.) πραγματοποιούμαι
4. (για μαγικές πράξεις) πετυχαίνω.