εξομοίωση
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
η (AM ἐξομοίωσις) εξομοιώνω
το να εξομοιώνεται, να γίνεται κάτι όμοιο με κάτι άλλο
μσν.
1. μίμηση
2. ομοιότητα.