εξομοίωση

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279

Greek Monolingual

η (AM ἐξομοίωσις) εξομοιώνω
το να εξομοιώνεται, να γίνεται κάτι όμοιο με κάτι άλλο
μσν.
1. μίμηση
2. ομοιότητα.