εξερεύνηση
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
Greek Monolingual
η (AM ἐξερεύνησις) εξερευνώ
λεπτομερής εξέταση
νεοελλ.
η συστηματική έρευνα άγνωστων περιοχών.