εξοχικός

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που βρίσκεται στην εξοχή («εξοχικό σπίτι»)
2. αυτός που γίνεται στην εξοχή («εξοχικό γλέντι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το εξοχικό
α) σπίτι στην εξοχή (συνήθως δεύτερη κατοικία)
β) φαγητό ή ποικιλία φαγητού που συνηθίζεται σε εστιατόρια της εξοχής.