εξωτερίκευση

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source

Greek Monolingual

η
έκφραση, φανέρωσηεξωτερίκευση σκέψεων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ., εξωτερίκευσις (< εξωτερικεύω) μαρτυρείται από το 1859 στον Παναγ. Χιώτη. Πρόκειται για απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. exteriorization < exteriorize «εξωτερικεύω»)].