επαινώ

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107

Greek Monolingual

(AM ἐπαινῶ, -έω) αινώ
1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ' Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ' ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.)
2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.)
μσν.- νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος
1. ξακουστός, φημισμένος («να δείξου τὰ καμώματα ὅλοι τὰ παινεμένα», Ερωτόκρ.)
2. επαινετικός
μσν.
1. μακαρίζω («παινέσετε, ἔθνη, τὸν λαόν του», Πεντ.)
3. μέσ. καμαρώνω, καυχιέμαι
αρχ.-μσν.
(για το θείο) δοξάζω, υμνώ («ἐπαινέσατε αὐτὸν (τὸν Κύριον) πάντες οἱ λαοί», ΠΔ)
αρχ.
1. (με δοτ. προσ.) παραδέχομαι, συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου («Ἕκτορι μὲν γὰρ ἐπήνεσαν κακὰ μητιόωντι», Ομ. Ιλ.)
2. (ειδ.) παραιτούμαι από κάτι ευχαριστώντας ευγενικά
3. τρέφω φιλικά αισθήματα για κάποιον
4. εγκωμιάζω δημόσια
5. υπόσχομαι, δίνω ελπίδες
6. συμβουλεύω.