υμνώ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
ὑμνῶ, -έω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑμνείω Α ύμνος
1. εξυμνώ, επαινώ, εγκωμιάζω (α. «ύμνησε τους άθλους τών αγωνιστών του '21» β. «οὔτ' ἐπινύμφειός πω μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.)
2. ψάλλω εκκλησιαστικό ύμνο, δοξολογώ τον Θεό («Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε», Ακολ. Θ. Λειτ.)
νεοελλ.
εκθειάζω κάποιον
αρχ.
1. (συχνά στους ποιητές συνάπτεται με λέξεις που δηλώνουν κάτι λυπηρό ή κακό) οδύρομαι, μέμφομαι («τὰν ἐμὰν ὑμνεῦσαι ἀπιστοσύναν», Ευρ.)
2. λέγω επανειλημμένως, επαναλαμβάνω («πάντες γὰρ ἐξ ἑνὸς στόματος ὑμνοῦσι», Πλάτ.)
3. ηχώ, βομβώ («αὗται φῆμαι... ὑμνήσουσιν εὐθὺς περὶ τὰ τῶν παίδων ὦτα», Πλάτ.)
4. φρ. «τὸν νόμον ὑμνῶ» — επαναλαμβάνω ή απαγγέλλω τον τύπο του νόμου (Πλάτ.).